σκυλίσιος

σκυλίσιος
canin

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • σκυλίσιος, -ια, -ιο — επίρρ. ια αυτός που αναφέρεται στο σκύλο ή ταιριάζει σε σκύλο: Πέρασε μια σκυλίσια ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκυλί, ο σκυλίσιος. 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσοφική σχολή του σωκρατικού Αντισθένη, που είχε ονομαστεί «κυνική». 3. αναιδής, αισχρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκύλινος — η, ο σκυλίσιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”